Παιδεία χωρίς προκαταλήψεις – [περίληψη άρθρου στο foreign affairs] http://foreignaffairs.gr/
Βασίλης Τσαουσίδης
Ποιο είναι ακριβώς το διακύβευμα σε σχέση με την παιδεία που μπορεί να διαχειριστεί ένας νόμος-πλαίσιο; Προφανώς ένας νόμος-πλαίσιο αντικατοπτρίζει ένα πλαίσιο αρχών – επομένως, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πρώτα τις βασικές αρχές μας. Η παιδεία αποτελεί κοινωνικό δικαίωμα όλων των πολιτών. Η ακαδημαϊκή ελευθερία πρέπει να κατοχυρώνεται. Η αξιοκρατία πρέπει να κυριαρχεί. Η δικαιοσύνη πρέπει να διέπει τις αποφάσεις των διοικητικών οργάνων. Η χρηστή διοίκηση πρέπει να επιβάλλεται. Η πρόοδος στις επιστήμες και η ποιότητα στην εκπαίδευση πρέπει να είναι ο στόχος.
Στην κοινωνία μας, τα βασικά ζητήματα κωδικοποιήθηκαν σε αντίστοιχα συνθήματα σε σχέση με τη δημόσια δωρεάν παιδεία, τους «αιώνιους» φοιτητές, τις μετεγγραφές, τις καταλήψεις, το άσυλο, τη συμμετοχή φοιτητών σε εκλογές και διοικητικά όργανα. Τα συνθήματα αυτά διαμόρφωσαν μια παραπλανητική κοινωνική και πολιτική αντίληψη για την παιδεία. Μείναμε προσκολλημένοι σε ασήμαντες προκαταλήψεις και τις αναδείξαμε σε μέγιστα τάχα ζητήματα παιδείας αλλά και πολιτικής: Το άσυλο, ως έννοια, το κακοποιήσαμε και ασχοληθήκαμε με τη μη ακαδημαϊκή του διάσταση θεωρώντας κεντρικό ζήτημα Παιδείας το αν μπορεί να κρύβεται κάποιος στο Πανεπιστήμιο. Τις καταλήψεις τις καταδικάσαμε και μετά διαπιστώσαμε ότι ούτως ή άλλως, και χωρίς καταλήψεις, πολλά μαθήματα δεν γίνονται. Τη στρατηγική των Πανεπιστημίων δεν την αποφασίσαμε στη Σύγκλητο, γιατί δεν θέλαμε, όχι γιατί δεν το επέτρεπε ο νόμος πλαίσιο μέχρι το 2011. Όσο για το δημόσιο Πανεπιστήμιο, ασχοληθήκαμε με το ότι πρέπει να είναι δημόσιο – δεν συνομολογήσαμε ότι δεν μας ενδιαφέρει η αμφιβόλου ποιότητας δωρεάν παιδεία. Είδαμε λοιπόν με προκατάληψη την κοινωνική δικαιοσύνη, την ακαδημαϊκή ελευθερία, την ακαδημαϊκή αξία. Δεν θεωρήσαμε ότι όλοι οι πολίτες είναι ίσοι αλλά ότι οι πολίτες είναι ίδιοι. Ένα είδος ρατσισμού και αδικίας απέναντι σε όποιον μπορεί να διακριθεί επιστημονικά.
Τι ακριβώς θέλουμε από το νόμο πλαίσιο; Ο νόμος πρέπει απλώς να επιβάλλει τη χρηστή διοίκηση και να επιτρέπει το ακαδημαϊκό όραμα να επιβιώσει, ώστε να μην το κατασπαράξει η γραφειοκρατία.
Σε σχέση με τη χρηστή διοίκηση μερικά πράγματα, από την εμπειρία, είναι προφανή.
Είναι προφανές ότι το καταχρηστικά λεγόμενο αυτοδιοίκητο – που κατέληξε να ταυτίζεται κυρίως με την οικονομική διαχείριση των κρατικών πόρων – απαιτεί ελεγκτικούς μηχανισμούς και διαφάνεια. Είναι η Σύγκλητος ελεγκτικός μηχανισμός για τον Πρύτανη; Όχι, δεν είναι. Είναι ένα συλλογικό όργανο όπου σπάνια ένας υφιστάμενος του Πρύτανη θα εκνευρίσει τον Προϊστάμενό του ελέγχοντάς τον – σε αντίθεση με τα Συμβούλια που δεν είχαν αυτόν τον περιορισμό. Μπορεί μήπως ένα απλό μέλος ΔΕΠ να ζητήσει ένα οποιοδήποτε έγγραφο του Πανεπιστημίου, της Επιτροπής Ερευνών, της Εταιρείας Διαχείρισης της Πανεπιστημιακής Περιουσίας; Όχι, δεν μπορεί. Προσωπικά, δεν μπόρεσα να έχω πρόσβαση σε δημόσια έγγραφα ούτε ως μέλος του Συμβουλίου. Έπρεπε να θεμελιώσω το έννομο συμφέρον μου και το εύλογο ενδιαφέρον μου. Ας γράψει λοιπόν ο νομοθέτης: όλα τα μέλη ΔΕΠ έχουν εύλογο ενδιαφέρον και έννομο συμφέρον να γνωρίζουν τι συμβαίνει στο Πανεπιστήμιό τους – αν υφίστανται διακριτική μεταχείριση, αν οι γνωμοδοτήσεις της νομικής υπηρεσίας εφαρμόζονται επιλεκτικά, αν οι άδειες δίνονται σε όλους με τα ίδια κριτήρια, αν οι δημόσιοι πόροι κατανέμονται δίκαια, αν οι επιλογές της διοίκησης γίνονται αξιοκρατικά.
Φτάνουμε λοιπόν, έστω, κάποτε να έχουμε χρηστή διοίκηση. Αυτό από μόνο του λέει πολλά για έναν δημόσιο οργανισμό, λέει όμως λίγα για ένα Πανεπιστήμιο: Πανεπιστήμιο με χρηστή διοίκηση δε σημαίνει καλό Πανεπιστήμιο. Σε σχέση με αυτό, ένας νόμος μπορεί να συνεισφέρει με τρεις τρόπους: (ι) να μην περιορίζει ανούσια και τιμωρητικά τις ερευνητικές και εκπαιδευτικές δραστηριότητες του μέλους ΔΕΠ, (ιι) να αξιολογεί με αξιόπιστα και ακαδημαϊκά κριτήρια την ακαδημαϊκή προσφορά (ιιι) να αποκαθιστά το κύρος της ακαδημαϊκής προσφοράς έναντι της διοικητικής.
Ας προσθέσει λοιπόν ο νομοθέτης μια γραμμή ακόμα: Τα ακαδημαϊκά θέματα κρίνονται επί της ουσίας – όταν υπάρχουν ενστάσεις για τις ακαδημαϊκές υποθέσεις, αυτές να επιδικάζονται επί της ακαδημαϊκής ουσίας. Ακόμη και γι’ αυτό το απλό πράγμα, η προκατάληψη δεν μας άφησε να δούμε ότι ένα ακαδημαϊκό ζήτημα δεν μπορεί να λυθεί από ένα διοικητικό όργανο, ένα πρωτοδικείο ή ένα δικαστήριο ούτε όμως από το ίδιο ακαδημαϊκό όργανο που ενδεχομένως ενσυνείδητα αυθαιρέτησε.
Πρέπει να αποδομήσαμε τον υπερτιμημένο – για ακαδημαϊκά ιδρύματα – ρόλο της διοίκησης, και να απελευθερώσαμε τη δυνατότητα των μελών της Πανεπιστημιακής κοινότητας να γνωρίζουν τι συμβαίνει στο Πανεπιστήμιό τους. Τα ελληνικά Πανεπιστήμια έχουν τεράστιες δυνατότητες. Αν υπάρχει βούληση για ακαδημαϊκή πρόοδο, αυτή, δεν θα αργήσει να έρθει.