Είναι πολλοί οι πανεπιστημιακοί που οραματίζονται ένα σύγχρονο Πανεπιστήμιο θεμελιωμένο πάνω σε νέες βάσεις ηθικής και φιλοσοφίας. Δεν θα διαφωνήσω μαζί τους σε σχέση με το όραμα, γνωρίζοντας μάλιστα ότι τα σύγχρονα Πανεπιστήμια έχουν διανύσει μια μακρά διαδρομή με αφετηρία την Ακαδημία του Πλάτωνα και το Λύκειο του Αριστοτέλη, συνέχισαν ως συντεχνιακά ιδρύματα, ως θεολογικές σχολές, μεταμορφώθηκαν σε μοντέρνα πανεπιστήμια την εποχή της θεμελίωσης των επιστημών και μεταλλάχθηκαν σε μεγάλο βαθμό σε επαγγελματικά-προσανατολισμένα ιδρύματα με την τεχνολογική και οικονομική επανάσταση που επέφερε η βιομηχανική και κυρίως η τεχνολογική επανάσταση. Ελλείψει όμως ενός συγκεκριμένου νέου φιλοσοφικού ορίζοντα και μιας εφικτής διαδρομής θα διαφωνήσω έντονα με τη συντηρητική λογική της καθολικής άρνησης σε οτιδήποτε διαφορετικό, της ιδεολογικά κενής και δήθεν επαναστατικής αντίδρασης στο όνομα ενός απροσδιόριστου και ενδεχομένως απρόσιτου οράματος. Η ιδεολογία του αρνητισμού ανακήρυξε καταχρηστικά ως βασικό της σύνθημα τη δημόσια και δωρεάν παιδεία. Όμως κάνει το αντίθετο. Bάλλει ουσιαστικά και κατά της δημόσιας και κατά της δωρεάν παιδείας: ο μόνος τρόπος να διαφυλάξουμε το δημόσιο χαρακτήρα της παιδείας είναι να εγγυηθούμε την ποιότητά της – όχι να συμβιβαστούμε απλώς με μια δωρεάν παιδεία αμφιβόλου ποιότητας.
Πολλά ελληνικά πανεπιστήμια, κυρίως τα περιφερειακά, ιδρύθηκαν χωρίς στρατηγική και κριτήρια ποιότητας και συχνά λειτούργησαν αρχικά είτε ως κάδοι ανακύκλωσης κεντρικών πανεπιστημίων, είτε ad hoc, με όποιον και όποτε μπορούσε να συνεισφέρει. Όμως, κυρίως λόγω του ανταγωνισμού, οι καιροί άλλαξαν: υπάρχουν σήμερα νέα μέλη ΔΕΠ εξαιρετικής ακαδημαϊκής ποιότητας. Αυτή η πρόοδος δεν αποτυπώνεται στη διοίκηση και, ακολούθως, στη στρατηγική των ιδρυμάτων, η οποία μπορεί να είναι (ι) η κολεγιακή προσέγγιση του Πανεπιστημίου η οποία θα επενδύσει κυρίως στο εκπαιδευτικό έργο και σταδιακά θα οδηγήσει σε συρρίκνωση και ακαδημαϊκή απαξίωση ή (ιι) η ανάδειξη της ερευνητικής δραστηριότητας των μελών του, η οποία οργανωμένα θα ενισχύσει την ερευνητική κουλτούρα του Πανεπιστημίου.
Ο νέος νόμος για τα Πανεπιστήμια μπορεί να ενέχει σοβαρούς κινδύνους ή μπορεί να ανοίξει νέες προοπτικές. Σε ακαδημαϊκό επίπεδο, καθοριστικά σημεία είναι η διαμόρφωση των σχολών – οι οποίες δεν μπορεί να υπαχθούν μόνο στα οικονομικά κριτήρια ούτε όμως στις διοικητικές φιλοδοξίες των «διαθέσιμων» κοσμητόρων, τα ακαδημαϊκά προγράμματα που θα προκύψουν από ενδεχόμενες συνενώσεις – οι οποίες δεν μπορούν να υπαχθούν μόνο σε κοινωνικά κριτήρια ούτε όμως στις εμμονές των επαγγελματικών συντεχνιών, η δημιουργία σχολής μεταπτυχιακών σπουδών και οι κανονισμοί που θα τη διέπουν, η διασφάλιση της λειτουργίας των τμημάτων που δεν έχουν πρόσβαση σε εξωτερικούς πόρους. Σε διοικητικό επίπεδο, ο νόμος ενέχει επίσης σοβαρούς κινδύνους, αλλά μπορεί να ανοίξει και νέες προοπτικές. Η αμφιλεγόμενη διάσταση της συνεισφοράς των εξωτερικών μελών του συμβουλίου θα μπορούσε είτε να λειτουργήσει ώστε να δώσει νέα πνοή στα ιδρύματα, είτε να λειτουργήσει αντίστροφα, δίνοντας βήμα σε εξουσίες και μηχανισμούς κομμάτων ή παραγόντων διαφόρων ομάδων. Επομένως, μπορεί να συνοψίσει κάποιος την προοπτική του νέου νόμου: διαμόρφωση ποιοτικών πανεπιστημίων ή, διαφορετικά, μαρασμός. Είναι ακριβώς τόσο απλό και, πλέον, επαφίεται αποκλειστικά στην ετοιμότητα και την αντίληψη των μελών ΔΕΠ κάθε Πανεπιστημίου και των συμβουλίων διοίκησης που θα προκύψουν.
Μπορεί ένα συμβούλιο διοίκησης να διαμορφώσει ένα πλαίσιο για ποιοτικά πανεπιστήμια, δεδομένου ότι οι κρατικοί πόροι δεν επαρκούν; Θεωρητικά μπορεί, όμως οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν είναι τεράστιοι. Η διεθνής εμπειρία υποδεικνύει τη διαδρομή και ταυτόχρονα αναδεικνύει και τους κινδύνους. Ο υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνος είναι ο μαρασμός των σχολών που δεν μπορούν να διεκδικήσουν ενισχυτική χρηματοδότηση από εξωτερικούς πόρους. Οι θεμελιώδεις επιστήμες καταντούν μικρής σημασίας μέσα σε ένα απλοϊκό πλαίσιο χρηματοδότησης μόνο των σχολών που μπορούν να αποφέρουν εξωτερική χρηματοδότηση. Χρειάζεται να τηρηθεί μια ισορροπία μεταξύ της ανάγκης σύνδεσης με την παραγωγή και της υποχρέωσης για ουσιαστική και όχι απλά «βιομηχανική» παιδεία. Με δεδομένη αυτή την προσέγγιση, απομένει η αξιοκρατία ως βασικό εργαλείο διαμόρφωσης του νέου πανεπιστημιακού χάρτη. Η αξιοκρατία δεν είναι εργαλείο εξοντωτικού ανταγωνισμού – αντίθετα, γίνεται ένα εργαλείο δικαιοσύνης που (i) απογυμνώνει την ηλικιακή, στρατιωτικού-τύπου προσέγγιση της «ακαδημαϊκής σοφίας» και ποιότητας (ii) ανατρέπει την υφιστάμενη νομή της εξουσίας, αφού αποκαλύπτει την ανεπάρκεια της διοίκησης (iii) επιτρέπει την ανάδειξη της ποιότητας και, κατ’ επέκταση, την οικονομική επιβίωση των ιδρυμάτων.
Μπροστά στις κοσμογονικές αλλαγές που έρχονται, οι νέοι κυρίως επιστήμονες επωμίζονται ένα σημαντικό ρόλο στην επερχόμενη ανατροπή: να ακυρώσουν τους επαγγελματίες που εκπροσωπούν τον εαυτό τους και την παρέα τους και να διασφαλίσουν τις προϋποθέσεις ακαδημαϊκής ποιότητας και δημοκρατικού ήθους.
Βασίλης Τσαουσίδης, Καθηγητής Δ.Π.Θ.